- λήθαργος
- οβαθύς και συνεχής ύπνος, νάρκη: Νύσταζε τόσο που μόλις ξάπλωσε έπεσε σε λήθαργο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λήθαργος — biting secretly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήθαργος — Βαθύτατος και συνεχής ύπνος· μεταφορικά, η πλήρης αδράνεια. (Βοτ.) Στάδιο μειωμένης φυσιολογικής δραστηριότητας που εκδηλώνεται από ορισμένα σπόρια, σπέρματα ή οφθαλμούς φυτών. Πρόκειται για μία κατάσταση παρεμπόδισης της ανάπτυξης από έναν… … Dictionary of Greek
θερινοποίηση ή καλοκαιρινός λήθαργος — Είδος νάρκης στην οποία καταφεύγουν το καλοκαίρι πολλοί φυτικοί και ζωικοί οργανισμοί για να αντιμετωπίσουν την ξηρασία, την απώλεια υγρασίας και τη μειωμένη παρουσία τροφής. Κατά τη διάρκειά της ο ρυθμός αύξησης του οργανισμού μειώνεται αισθητά… … Dictionary of Greek
λήθαργον — λήθαργος biting secretly masc/fem acc sg λήθαργος biting secretly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθάργοις — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθάργου — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθάργους — λήθαργος biting secretly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθάργων — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθάργῳ — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήθαργε — λήθαργος biting secretly masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)